αναβατικός

αναβατικός
-ή, -ό (Α ἀναβατικός, -ή, -ὸν) [ἀναβαίνω]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανάβαση, στην άνοδο, ο ανοδικός
αρχ.
ο ικανός στην ανάβαση, αυτός που ανεβαίνει εύκολα κάπου (ιδίως στα άλογα).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀναβατικός — skilled in mounting masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβατικῶν — ἀναβατικός skilled in mounting fem gen pl ἀναβατικός skilled in mounting masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβατικόν — ἀναβατικός skilled in mounting masc acc sg ἀναβατικός skilled in mounting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβατικοῖς — ἀναβατικός skilled in mounting masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβατικοῦ — ἀναβατικός skilled in mounting masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβατικούς — ἀναβατικός skilled in mounting masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβατικωτέρους — ἀναβατικός skilled in mounting masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβατικῷ — ἀναβατικός skilled in mounting masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεβαίνω — (AM ἀναβαίνω) 1. βαδίζω ή κινούμαι προς τα επάνω 2. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο ή ιππεύω, καβαλικεύω άλογο, μουλάρι κ.λπ. 3. κατευθύνομαι προς τον Θεό 4. φθάνω στον νου ή στην καρδιά 5. φυτρώνω 6. (για τιμή ή αξία) αυξάνομαι 7. (για ποτάμι)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”